Κοινοτικοί πόροι και ελληνική οικονομία

Η ελληνική οικονομία πορεύεται σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον που έρχεται μάλιστα αμέσως μετά την περιπέτεια της πανδημίας, τον επίμονο πληθωρισμό και την αναστάτωση στις διεθνείς αλυσίδες αξίας. Παρά ταύτα η οικονομία μας έδειξε αξιοσημείωτες αντοχές και ανέκαμψε δυναμικά μετά την πανδημία, νωρίτερα μάλιστα από ότι αναμενόταν. Τούτο γιατί συνεχίστηκαν οι αλλαγές σε μία σειρά πεδίων πολιτικής κυρίως για τη διαμόρφωση ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Αλλά και διότι κινητοποιήθηκαν αυξημένοι χρηματοδοτικοί πόροι για την ενίσχυση των επιχειρήσεων και την στήριξη της απασχόλησης.

Οι κοινοτικοί πόροι συνέβαλλαν καθοριστικά στην αύξηση της παρεχόμενης ρευστότητας και στην ενίσχυση των δαπανών, αλλά και των δημοσίων εσόδων μέσω των αυξημένων εισροών, λόγω της ταχείας υλοποίησης των συγχρηματοδοτούμενων έργων. Μόνο στο πρώτο τρίμηνο του έτους έχουν πληρωθεί περισσότερα από 1,3 δις ευρώ και συνολικά 9,5 δις ευρώ από το 2020 έως σήμερα.  Ειδικά μέσα από τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του ΕΣΠΑ αξιοποιήθηκαν παλαιά και νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (επιστρεπτέες προκαταβολές, εγγυοδοσία, κεφάλαιο κίνησης, επιδότηση τόκων εξυπηρετούμενων δανείων), το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορούσε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Μόνο μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας έως σήμερα κινητοποιήθηκαν πόροι ύψους 3,2 δις ευρώ που με την μόχλευση ξεπέρασαν τα 9 δις ευρώ ενισχύοντας περισσότερες από 38.000 επιχειρήσεις.

Στα επόμενα χρόνια οι χρηματοδοτικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας θα είναι αυξημένες καθώς θα πρέπει να ανταποκριθεί στην διπλή πρόκληση της «πράσινης» και της ψηφιακής μετάβασης. Και ο ρόλος της Πολιτική Συνοχής στην επίτευξη αυτού του στόχου είναι καθοριστικός. Είναι ενδεικτικό πως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο η συμβολή των κοινοτικών πόρων στο σύνολο των δημοσίων επενδύσεων αυξήθηκε από το 34% στο 52%. Για την καλύτερη αξιοποίηση της κοινοτικής χρηματοδότησης, ειδικά για οικονομίες όπως η ελληνική, είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη μας δύο παραμέτρους:

Πρώτον, το μακρο-οικονομικό περιβάλλον θα πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων της Πολιτικής Συνοχής. Η υιοθέτηση του χρυσού «κανόνα» για την εξαίρεση κρίσιμων κατηγοριών δημοσίων επενδύσεων (όπως οι πράσινες επενδύσεις) από τους κανόνες για το δημόσιο έλλειμα ή τουλάχιστον εκείνων των επενδύσεων που συγχρηματοδοτούνται από κοινοτικούς πόρους είναι προτάσεις που αξίζει να υποστηριχτούν στη δημόσια συζήτηση.

Δεύτερον, είναι αναγκαίο η Πολιτική Συνοχής να αναπροσαρμόσει το πλαίσιο εφαρμογής της, τόσο για την τρέχουσα όσο και για την επόμενη προγραμματική περίοδο. Χωρίς να μεταβάλλονται οι ευρωπαϊκές προτεραιότητες, η στρατηγική στόχευση και η ποιότητα των προγραμμάτων, το κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να κινηθεί στην κατεύθυνση της ευελιξίας και της απλοποίησης της διαχείρισης των συγχρηματοδοτούμενων έργων και δράσεων. Δεν είναι τυχαίο πως ο κοινοτικός μέσος όρος της απορρόφησης των διαθέσιμων πόρων για την περίοδο 2014-2020 βρίσκεται μόλις στο 60%.

Συμπερασματικά, η Πολιτική Συνοχής θα συμβάλλει αποφασιστικά στις ανάγκες των εθνικών οικονομιών, στο βαθμό που θα προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του νέου οικονομικού περιβάλλοντος.

Άρθρο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δημήτρη Σκάλκου.

 

 

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο