Η πρόκληση της απορρόφησης των πόρων

Η κρίση της πανδημίας του COVID-19 βύθισε τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε μία πρωτόγνωρη ύφεση. Η ανάταξη της οικονομίας δεν θα είναι αυτόματη, θα απαιτήσει στοχευμένες εθνικές πολιτικές, μεγάλης κλίμακας επενδύσεις αλλά και συντονισμένη δράση ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη. Σε αντίθεση με την περίοδο της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2009/2010, απέναντι στον κορωνοϊό η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήρξε άμεση και αναλογική.

Οι πρωτοβουλίες Coronavirus Response Investment Initiative (CRII and CRII +), το προσωρινό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων, η ευελιξία που δόθηκε στη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων, περιόρισαν σημαντικά τις οικονομικές επιπτώσεις στο πρώτο κύμα της πανδημίας.

Ειδικά η σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) συνιστά ένα αποφασιστικό βήμα στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση («αμοιβαιοποίηση» του χρέους) και ένα σπουδαίο μέσο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής οικονομίας σε ψηφιακές και «πράσινες» επενδύσεις. Η χώρα μας ορθά αντιμετωπίζει την αξιοποίηση των πιστώσεων του RRF ως υψηλή πολιτική προτεραιότητα. Οι πόροι του RRF (32 δισ. ευρώ σε ενισχύσεις και δάνεια) σε συνδυασμό με τους πόρους της Πολιτικής Συνοχής για τη νέα περίοδο 2021-2027 (26,7 δισ. ευρώ) μπορούν να καλύψουν σημαντικό μέρος του επενδυτικού κενού της οικονομίας που διευρύνθηκε την τελευταία δεκαετία και να χρηματοδοτήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις για τον παραγωγικό μετασχηματισμό της, ενισχύοντας τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξής της στα επόμενα χρόνια.

Η ευκαιρία της διαθεσιμότητας των πόρων, στην κατανομή των οποίων η χώρα μας ωφελήθηκε στο μέγιστο δυνατό βαθμό, συνιστά ταυτόχρονα και μία μεγάλη πρόκληση. Αυτήν του στόχου της έγκαιρης και εντός σφικτών χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης ικανού αριθμού έργων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως στο πρόσφατο παρελθόν,  η «λερναία» γραφειοκρατία, η έλλειψη επαρκών ώριμων έργων και η συχνά συγκεχυμένη προτεραιοποίηση, οδήγησαν σε επιζήμιες καθυστερήσεις. Ενδεικτικά την περίοδο 2016-2019 οι συνολικές δαπάνες των προγραμμάτων ΕΣΠΑ δεν ξεπέρασαν τα 5 δισ. ευρώ. Για να θέσουμε το ζήτημα απλά, θα μπορέσουμε να απορροφήσουμε τους διαθέσιμους πόρους στο σύνολό τους και μάλιστα σε έργα υψηλής προστιθέμενης αξίας; Επ’ αυτού διατυπώνουμε τρεις παρατηρήσεις:

Πρώτον, η δημόσια διοίκησή μας διαθέτει πολύχρονη εμπειρία στη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων με καλές επιδόσεις και με αναγνώριση σε επίπεδο καλών πρακτικών. Το απέδειξε πρόσφατα με την κινητοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ, η οποία και συνέβαλε στην κατάταξη των προγραμμάτων μας στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε.  Πέρα όμως από αυτή τη γενική παρατήρηση, η νέα δομή διαχείρισης του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης που συστάθηκε και ήδη λειτουργεί στο υπουργείο Οικονομικών, το ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα που ήδη αναπτύσσεται, μαζί με υπάρχοντα αλλά και νέα εργαλεία παρακολούθησης, αποτελούν πρόσθετα εχέγγυα.

Δεύτερον, απαιτείται συνεκτικότητα των προς χρηματοδότηση έργων σε ένα ολοκληρωμένο στρατηγικό σχέδιο (και ένα κοινό pipeline έργων) μέσα από τις κατάλληλες συνέργειες και συμπληρωματικότητες ανάμεσα στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης και τις δράσεις του ΕΣΠΑ. Άλλωστε τα δύο προγράμματα αποτελούν βασικούς χρηματοδοτικούς βραχίονες του Σχεδίου Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας (Επιτροπή Πισσαρίδη) ενώ και τα δύο σχέδια κατατίθενται προς έγκριση την ίδια περίπου χρονικά περίοδο.

Τρίτον, το προηγούμενο διάστημα ανελήφθησαν πρωτοβουλίες για την ωρίμανση των έργων. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για τις δημόσιες συμβάσεις και προμήθειες (ν. 4782/2021) αναμένεται να οδηγήσει στην επιτάχυνση της υλοποίησης των έργων, ένας σημαντικός αριθμός μελετών ωρίμανσης χρηματοδοτήθηκαν, μέτρα απλούστευσης διαδικασιών υιοθετήθηκαν ή προωθούνται.  

Τα παραπάνω στοιχεία μας κάνουν βάσιμα αισιόδοξους πως θα ανταποκριθούμε στην πρόκληση της απορρόφησης των πόρων συμβάλλοντας στη δυναμική και βιώσιμη ανάταξη της οικονομίας.

 

 

Άρθρο του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Δημήτρη Σκάλκου στην εφημερίδα «Τα Νέα»

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο