Δημόσιες επενδύσεις και αναπτυξιακοί κύκλοι

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΚΑΛΚΟΥ

Μια παλαιά κινέζικη παροιμία λέει ότι η καλύτερη στιγμή να επενδύσεις είναι είκοσι πέντε χρόνια πριν. Και η δεύτερη καλύτερη στιγμή είναι τώρα. Πραγματικά και σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στις δημόσιες επενδύσεις η ρήση αυτή ταιριάζει γάντι, στο βαθμό που οι σημερινές επενδύσεις προδιαγράφουν την αυριανή ανάπτυξη. Καθώς μάλιστα με το πέρας του 2023 ολοκληρώθηκε τυπικά η προγραμματική περίοδος 2014-2020 για τα Προγράμματα του ΕΣΠΑ, είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων, στα διδάγματα από την εφαρμογή τους και στις προκλήσεις της επόμενης μέρας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η πρώτη παρατήρηση αφορά τη σχέση των Προγραμμάτων της Πολιτικής Συνοχής με το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο που επιδρά καταλυτικά, θετικά ή αρνητικά, στην αποτελεσματική εφαρμογή και το τελικό τους αποτύπωμα. Έτσι, η βαθιά οικονομική ύφεση της περασμένης δεκαετίας και η πολύχρονη συρρίκνωση των δημοσίων επενδύσεων σε διεθνές επίπεδο οδήγησαν στην έλλειψη ώριμων έργων προς χρηματοδότηση και σε μεγάλες καθυστερήσεις στην υλοποίηση των προγραμμάτων, κυρίως στα δημόσια έργα. Αντίθετα, στην κρίση της πανδημίας οι κανόνες ευελιξίας που έγκαιρα υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λειτούργησαν αντι-κυκλικά συμβάλλοντας στον περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων της. Ειδικά για τη χώρα μας, σύμφωνα με σχετική μελέτη του ΙΟΒΕ, απετράπη απώλεια στο ΑΕΠ ύψους 33,3 δις ευρώ σε ορίζοντα επταετίας.

Ωστόσο σε μία προγραμματική περίοδο που διαρκεί κάθε φορά περίπου μία δεκαετία και οι κρίσεις συχνά διαδέχονται η μία την άλλη (χρηματοπιστωτική, πανδημική, ενεργειακή) δυσχεραίνοντας κάθε προσπάθεια μεσο-μακροπρόθεσμου προγραμματισμού καθώς επηρεάζουν ασύμμετρα τις περιφέρειες, είναι κρίσιμο να αναζητηθεί η κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων της Συνοχής και την αναγκαία προσαρμογή στις αιφνίδιες αλλαγές του εξωτερικού περιβάλλοντος.

Η δεύτερη παρατήρηση αφορά στη διαπίστωση ότι τα Προγράμματα της Πολιτικής Συνοχής δεν εφαρμόζονται σε «κενό αέρα», αντίθετα επηρεάζονται από το υφιστάμενο ευρωπαϊκό και εθνικό θεσμικό πλαίσιο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το (ολοένα περισσότερο) δαιδαλώδες πλέγμα κανόνων διαχείρισης των διαρθρωτικών Ταμείων προσθέτει αχρείαστο και χρονοβόρο διοικητικό βάρος και οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων αποτελούν συχνά τροχοπέδη για την τοπική ανάπτυξη. Σε εθνικό επίπεδο η επιτυχής αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων συναρτάται, μεταξύ άλλων, με την ποιότητα των όρων «καλής διακυβέρνησης», τον αποτελεσματικό συντονισμό των φορέων της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, τη θεσμική ικανότητα και διαχειριστική επάρκεια των δικαιούχων των Προγραμμάτων. Είναι λοιπόν αναγκαίο να συνεχίσουμε να βελτιώνουμε το μηχανισμό παραγωγής και υλοποίησης έργων και να προωθήσουμε αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις στην κεντρική διοίκηση, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα της αξιοποίησης των πρόσθετων πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Συνοπτικά, νέα φαινόμενα αναδεικνύονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο όπως η λεγόμενη «αναπτυξιακή παγίδα» πολλών περιοχών, η όξυνση περιφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων (που έγιναν ιδιαίτερα αισθητές την περίοδο της πανδημίας), η αποβιομηχάνιση και η δημογραφική συρρίκνωση μεγάλων εκτάσεων. Τα παραπάνω αποτυπώνονται στον δείκτη ευρωπαϊκής σύγκλισης που έχει υποχωρήσει αισθητά για μεγάλο αριθμό των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών και βέβαια πολιτικά στη λεγόμενη «γεωγραφία της απογοήτευσης» με την ενίσχυση της αντι-ευρωπαϊκής λαϊκίστικής ψήφου στις περιοχές οικονομικής στασιμότητας.

Οι παραπάνω επισημάνσεις πρέπει να τροφοδοτήσουν τη συζήτηση για την Πολιτική Συνοχής μετά το 2027 που ξεκίνησε επίσημα πριν από μερικούς μήνες με την Ελλάδα να προσέρχεται στο διάλογο θέτοντας ως προτεραιότητες τη διασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης για τους στόχους της Συνοχής, τη διαφύλαξη της εταιρικής σχέσης και την ενίσχυση της «ιδιοκτησίας» των προγραμμάτων από τα κράτη-μέλη, την ευελιξία και την απλούστευση των διαδικασιών στο σχεδιασμό και την εφαρμογή των προγραμμάτων, την ενίσχυση της τοπικότητας και της εδαφικότητας. Η πολιτική παρακαταθήκη του Ζακ Ντελόρ που βλέπει τα διαρθρωτικά Ταμεία ως αναπόσπαστο κομμάτι της κοινής αγοράς, έκφραση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης αλλά και συνεργατικό μέσο προώθησης διαρθρωτικών αλλαγών στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες, οφείλει να καθοδηγήσει τις νέες αναζητήσεις της Πολιτικής Συνοχής στα επόμενα χρόνια.

Τέλος, ο οφειλόμενος απολογισμός της περιόδου αναμφίβολα υπήρξε περισσότερο από θετικός για τη χώρα μας. Το σύνολο των Προγραμμάτων ολοκληρώθηκαν χωρίς απώλεια πόρων, κάτι κάθε άλλο παρά δεδομένο μερικά χρόνια πριν, ενισχύοντας την πραγματική οικονομία με πόρους που ξεπέρασαν τα 23,4 δις ευρώ. Ολοκληρώσαμε έτσι έναν αναπτυξιακό κύκλο στις δημόσιες επενδύσεις που συμβάδισε αλλά και αλληλο-τροφοδοτήθηκε με τη δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας. Ταυτόχρονα σχεδιάσαμε και εγκρίναμε πρώτοι το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027 ξεκινώντας την εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων χωρίς χρονοτριβή προκειμένου να ενισχύσουμε περαιτέρω τον σταδιακά συντελούμενο παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας με στοχευμένες δράσεις σε κρίσιμα πεδία (ψηφιακός μετασχηματισμός, πράσινη μετάβαση, δεξιότητες ανθρώπινου δυναμικού, πολυτροπικές μεταφορές, καινοτομία και συνέργειες μικρομεσαίων επιχειρήσεων). Ως προς τις μακρο-οικονομικές επιδράσεις, το ΕΣΠΑ 2021-2027 υπολογίζεται να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ την περίοδο 2021-2030 επιπλέον κατά 31 δις ευρώ ενώ, την περίοδο 2021-2035 κατά 62,9 δις ευρώ δημιουργώντας παράλληλα περίπου 125.000 νέες σταθερές θέσεις εργασίας.

Σήμερα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, χωρίς αδόκιμες θριαμβολογίες, με τη σύνεση αυτών που γνωρίζουν το μέγεθος των προκλήσεων αλλά και την αυτοπεποίθηση όσων έχουν αποδείξει ότι μπορούν να τα καταφέρουν, είναι έτοιμη να αξιοποιήσει κάθε θετική αλλαγή στην Πολιτική Συνοχής και να προδιαγράψει ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο για τις δημόσιες επενδύσεις και την ελληνική οικονομία συμβάλλοντας στα ζητούμενα της ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής των περιφερειών της χώρας και στη σύγκλιση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες.

 

Άρθρο του Δημήτρη Σκάλκου, Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Καθημερινή” (6/1/2024)

Μετάβαση στο περιεχόμενο