Η συζήτηση για την Πολιτική Συνοχής είναι σήμερα επίκαιρη και σημαντική καθώς βρίσκεται σε σταυροδρόμι και αντιμετωπίζει νέα ζητήματα και προκλήσεις. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν στους επόμενους μήνες θα προδιαγράψουν σε μεγάλο βαθμό τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις για την επόμενη δεκαετία, από τις οποίες εξαρτώνται στο μεγαλύτερο βαθμό οι δημόσιες επενδύσεις στην ελληνική οικονομία, κατά συνέπεια και η αναπτυξιακή προοπτική της.
Τα οφέλη της Πολιτικής Συνοχής είναι διαχρονικά σημαντικά. Η Πολιτική Συνοχής, ως η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την ενίσχυση της βιώσιμης ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών και τον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων, έχει τις τελευταίες δεκαετίες απόλυτα θετικό πρόσημο για τις λεγόμενες «χώρες της συνοχής», ανάμεσά τους και η χώρα μας. Υπολογίζεται πως τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα της τρέχουσας περιόδου 2014-2020, συνέβαλαν στην αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των λιγότερο αναπτυγμένων περιφερειών κατά 2,6%.
Η Ελλάδα διαχρονικά έχει ωφεληθεί σημαντικά από την Πολιτική Συνοχής. Με την αξιοποίηση των κοινοτικών πόρων χρηματοδοτήθηκαν κρίσιμες υποδομές, επενδυτικά σχέδια και κοινωνικές δράσεις, συμβάλλοντας τις περασμένες δεκαετίες στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας μας και στη σύγκλιση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες. Μόνο στην περίοδο 2000-2017 εισέρευσαν στη χώρα μας περισσότερα από 66 δις ευρώ.
Για την Ελλάδα, η Πολιτική Συνοχής πέρα από την καίρια σημασία της στη σημερινή εποχή, έχει και μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ιστορική διάσταση. Οι διεργασίες για την διαμόρφωση της Πολιτικής Συνοχής ουσιαστικά ξεκίνησαν με αφορμή την συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ και σχηματοποιούνται με την ανάπτυξη των Διαρθρωτικών Ταμείων (1986), προκειμένου η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταποκριθεί στην πρόκληση της εισόδου της Ελλάδας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, χωρών δηλαδή με σημαντική αναπτυξιακή υστέρηση. Δηλαδή, η Πολιτική Συνοχής εμφανίζεται ως αναγκαίο συμπλήρωμα της ενιαίας αγοράς για την ενίσχυση των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών της Ευρώπης μέσω προώθησης πολιτικών για τον οικονομικό εκσυγχρονισμό τους ή/και πολιτικών αναδιανομής σε περιφερειακό επίπεδο.
Τα οφέλη όμως για την χώρα μας δεν είναι μόνο -ούτε καν κυρίως- οικονομικά. Η Πολιτική Συνοχής συνέβαλε στην «αγκύρωση» της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, στην έμπρακτη αποτύπωση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και στην ενίσχυση των δεσμών ανάμεσα στα κράτη-μέλη.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Η πραγματικότητα είναι ότι η χώρα μας έχει αποκλίνει σε όρους σύγκλισης κατά πέντε δεκαετίες από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μια απόσταση που είχε μειωθεί ως ένα βαθμό και χάρη στη συμβολή της κοινοτικής χρηματοδότησης τις προηγούμενες δεκαετίες. Δυστυχώς, η δεκαετής κρίση άφησε βαρύ αποτύπωμα και πλέον έχουμε υποχωρήσει σημαντικά.
Τα παραπάνω δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο παρατηρούμε μια όξυνση των περιφερειακών και διαπεριφερειακών ανισοτήτων, αλλά και νέα ζητήματα όπως αυτά των ενδο-περιφερειακών ανισοτήτων ή του εγκλωβισμού στη λεγόμενη «αναπτυξιακή παγίδα» περιφερειών που καταγράφουν ισχνούς ή ακόμη και στάσιμους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Διόλου τυχαία, αυτή η αναπτυξιακή υστέρηση τροφοδοτεί τη λεγόμενη «γεωγραφία της απογοήτευσης», καθώς καταγράφεται θετική συσχέτιση των αρνητικών οικονομικών επιδόσεων και της αντι-ευρωπαϊκής και λαϊκίστικης ψήφου, με προφανείς κινδύνους για τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τί θα θέλαμε να δούμε διαφορετικό στην Πολιτική Συνοχής; Πρώτον, περισσότερα θα μπορούσαν να γίνουν στην κατεύθυνση της απλούστευσης των διαδικασιών. Οι συγκριτικά χαμηλότερες επιδόσεις στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων σε ευρωπαϊκό επίπεδο ανάμεσα στην τρέχουσα και την προηγούμενη προγραμματική περίοδο σχετίζονται (και) με την ολοένα αυξανόμενη πολυπλοκότητα του κανονιστικού πλαισίου και μιας «έκρηξης των ελέγχων» που προκαλούν πρόσθετο διοικητικό βάρος και χρονικές καθυστερήσεις. Οι πόροι πρέπει να φτάνουν το συντομότερο σε αυτούς που τους έχουν περισσότερο ανάγκη.
Δεύτερον, περισσότερη ευελιξία στη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων Προγραμμάτων. Το προσωρινό πλαίσιο ευελιξίας που δόθηκε από την Επιτροπή στη διάρκεια της πανδημίας, λειτούργησε θετικά και υποδεικνύει την επιθυμητή κατεύθυνση για αρκετά κράτη-μέλη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Η έμφαση πρέπει να δίνεται περισσότερο στα αποτελέσματα και λιγότερο στις διαδικασίες. Η «κοινή διαχείριση» των προγραμμάτων και η «εταιρική σχέση» πρέπει να διαφυλαχτεί, την ίδια στιγμή όμως πρέπει να ενισχυθεί η «ιδιοκτησία» των Προγραμμάτων από τα κράτη-μέλη.
Σε κάθε περίπτωση και καταληκτικά θα έλεγα ότι, η Πολιτική Συνοχής έχει και πρέπει να έχει μέλλον. Είναι «εκ της φύσεως της» η πλέον κατάλληλη να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της «περιφερειακότητας» και της «εδαφικότητας», της «ανθεκτικότητας» (resilience) των τοπικών κοινωνιών και οικονομιών απέναντι στο διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Για να το επιτύχει βέβαια αυτό θα πρέπει να προχωρήσει σε θαρραλέες αλλαγές, όπως άλλωστε έκανε συχνά στο παρελθόν.
Ήδη, ξεκίνησαν οι σχετικές συζητήσεις για την Πολιτική Συνοχής μετά το 2027 με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία θα παρουσιάσει τον Μάρτιο του 2024 την πρότασή της. Η Ελλάδα είναι απόλυτα έτοιμη να συμμετάσχει στο διάλογο, συνεισφέροντας γόνιμες ιδέες και προτάσεις. Η Ελλάδα αναπτύσσεται, προοδεύει, κάνει θαρραλέα βήματα μπροστά μέσα σε μια ευημερούσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην πορεία της χρειάζεται σήμερα και αύριο μια ισχυρή και αποτελεσματική Πολιτική Συνοχής.
Άρθρο του Δημήτρη Σκάλκου, Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, στην εφημερίδα “Ναυτεμπορική” (14/07/2023)