Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης – 70 χρόνια μετά το σχέδιο Μάρσαλ

 

Επτά δεκαετίες μετά την πρώτη θεσμοθέτηση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), που υπαγορεύτηκε από την ανάγκη αξιοποίησης των πόρων του σχεδίου Μάρσαλ, επιχειρείται ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου των Δημοσίων Επενδύσεων με βάση τις διεθνώς καλές πρακτικές και πρότυπα.

Ιστορικό

Το βασικό νομοθετικό πλαίσιο του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) προέρχεται από το μακρινό 1952. Τότε νομοθετήθηκαν για πρώτη φορά διαδικασίες μεταφοράς πιστώσεων για την αξιοποίηση των “Κεφαλαίων της Εθνικής Ανασυγκροτήσεως” δηλαδή των – γνωστότερων σε μας σήμερα – πόρων του Σχεδίου Μάρσαλ.

Τα πρώτα νομοθετήματα όρισαν την έννοια της δημόσιας επένδυσης και μια βασική διαδικασία μεταφοράς των χρημάτων στους τελικούς αποδέκτες. Το σύστημα αυτό διατηρήθηκε για πολλές δεκαετίες. Το βασικό μειονέκτημά του είναι ότι δεν προέβλεπε την εφαρμογή αρχών σχεδιασμού και μεσοπρόθεσμου προγραμματισμού. Έτσι τα διαθέσιμα κονδύλια κατανέμονταν χωρίς κριτήρια και κανόνες, σύμφωνα με την διαρκώς εναλλασσόμενη πολιτική βούληση, και μακριά από τη λογική της υπαγωγής τους σε ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.

 

Η αιτία για την πρώτη ουσιαστική αλλαγή του πλαισίου ήταν αντίστοιχη με την αιτία που το γέννησε. Ήταν για άλλη μια φορά η εξωτερική χρηματοδότηση που άρχισε να εισρέει στη χώρα από τη συμμετοχή της στην τότε “ΕΟΚ”. Από τη δεκαετία του ΄80 λοιπόν άρχισαν σταδιακά να εισέρχονται νέοι κανόνες προκειμένου να απορροφηθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια στο πλαίσιο της Πολιτικής Συνοχής και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Από εκείνο το σημείο και πέρα το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων χωρίστηκε στα δύο.

Στο πρώτο και μεγαλύτερο μέρος, που συγχρηματοδοτήθηκε από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ, το οποίο προσαρμόστηκε αναγκαστικά στους κανόνες προγραμματισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ακολούθησε δηλαδή τους Κανονισμούς των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ), των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης (ΚΠΣ) και σήμερα του ΕΣΠΑ.

Το δεύτερο και μικρότερο μέρος, δηλαδή το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ παρέμεινε μέχρι τις μέρες μας “εγκλωβισμένο” στο νομοθετικό πλαίσιο του 1952 γεγονός που σταδιακά οδήγησε στην ακραία υποβάθμιση του ρόλου του με δυσμενείς για τη χώρα συνέπειες όπως:

  • Την διασπορά έργων άτακτα στον χώρο και τον χρόνο χωρίς συνοχή.
  • Την αδιαφάνεια στη λήψη των αποφάσεων, την έλλειψη διαβούλευσης και την ανισοκατανομή των πόρων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
  • Την αδυναμία ελέγχου επιτυχούς ολοκλήρωσης των έργων με αποτέλεσμα να λιμνάζουν πόροι σε μισοτελειωμένα για δεκαετίες έργα και την ίδια στιγμή.
  • Την απουσία βασικών υποδομών σε πολλές περιοχές της χώρας (π.χ. ύδρευσης, αποχέτευσης, αντιπλημμυρικής προστασίας κλπ.)
  • Το έλλειμμα συντήρησης και καλής λειτουργίας των υπαρχουσών υποδομών με αποτέλεσμα αυτές να απαξιώνονται και να χρειάζονται πολύ περισσότεροι πόροι για την ανάταξή τους.

 

Το ΠΔΕ στα χρόνια των μνημονίων

Το ΠΔΕ υπήρξε από τα πρώτα “θύματα” των περιοριστικών πολιτικών περικοπής των δημοσίων δαπανών στα χρόνια των δύο πρώτων μνημονίων καθώς υπό την πίεση των θεσμών είχαμε συνεχείς μειώσεις (από 10,3 δισ. το έτος 2010 σε 6,4 δισ. το 2014). Περισσότερο μειώθηκε το εθνικό σκέλος του ΠΔΕ καθώς το συγχρηματοδοτούμενο σκέλος έπρεπε να παραμείνει σταθερό, να χρηματοδοτήσει τα έργα του ΕΣΠΑ ώστε στη συνέχεια να εισρεύσουν οι ευρωπαϊκοί πόροι. Το εθνικό ΠΔΕ από το ιστορικό υψηλό ποσό των 4 δισ. του έτους 2004 (Ολυμπιακοί Αγώνες) μειώθηκε στα ιστορικά χαμηλά επίπεδα των 700 εκατ. το 2014 (μείωση 82%).

Η μείωση αυτή είχε δύο επιπτώσεις. Η πρώτη ήταν άμεση: να αυξηθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς αναδόχους δημοσίων έργων που είχαν την ατυχία οι συμβάσεις τους να χρηματοδοτούνται από το εθνικό ΠΔΕ. Αυτή αντιμετωπίστηκε επιτυχώς και ήδη από τις αρχές του 2016 οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ΠΔΕ μηδενίστηκαν και παραμένουν έως σήμερα μηδενικές.

Η δεύτερη επίπτωση -και σοβαρότερη γιατί έχει μεσοπρόθεσμο χαρακτήρα- ήταν η αναστολή ωρίμανσης νέων έργων τόσο για το ΕΣΠΑ όσο και για το εθνικό ΠΔΕ. Αυτό συνέβη γιατί οι μελέτες και η ωρίμανση νέων έργων χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από το Εθνικό ΠΔΕ. Τελικό αποτέλεσμα η έλλειψη ώριμων έργων που εμποδίζει σήμερα την πλήρη αξιοποίηση του ΠΔΕ.

Μετάβαση στο περιεχόμενο