Αναπτυξιακή ώθηση και δημόσιες επενδύσεις: Ο κρίκος που λείπει

 

2ο Αναπτυξιακό Συνέδριο - ΛάρισαΗ ελληνική οικονομία έχει πλέον τροχοδρομήσει στις ράγες της ανάπτυξης χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο εκτροχιασμού. Είναι όμως εξίσου σημαντικό να αναπτύξει και υψηλές ταχύτητες, δηλαδή να επιτύχουμε ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαίο να καλυφθεί το τεράστιο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε τα προηγούμενα χρόνια ως συνέπεια της βαθιάς οικονομικής κρίσης. Και έτσι να καλύψουμε την συντελεσθείσα αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης, την απαξίωση των εργασιακών δεξιοτήτων αλλά και να χρηματοδοτήσουμε νέες φιλόδοξες και αναγκαίες πολιτικές, όπως αυτές που αφορούν στην ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων. Ο διεθνής ανταγωνισμός είναι έντονος και δεν θα μας περιμένει.

Στην κάλυψη αυτού του επενδυτικού κενού και τη ζητούμενη ενίσχυση της ρευστότητας της οικονομίας, αλλά και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, οι δημόσιες επενδύσεις μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά. Ωστόσο οι ανάγκες της ελληνικής οικονομίας είναι πολλαπλάσιες των διαθέσιμων πιστώσεων καθώς το επενδυτικό κενό υπολογίζεται περί τα εκατό δισεκατομμύρια ευρώ. Είναι λοιπόν προφανές ότι πρέπει να κατευθύνουμε τους δημόσιους πόρους μας στην αντιμετώπιση των βασικών ελλειμμάτων που περιορίζουν την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας και τα οποία είναι τέσσερα.

Πρώτον, το έλλειμμα καινοτομίας. Η ελληνική οικονομία δεν ενσωματώνει αποτελεσματικά την παραγωγική γνώση (δηλαδή δεν παράγουμε σύνθετα και διαφοροποιημένα προϊόντα), οι επιχειρήσεις μας δεν συμμετέχουν επαρκώς στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αλυσίδες αξίας. Απαιτείται η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (με κύριο εργαλείο τα φορολογικά κίνητρα) και με στόχο την προώθηση συνεργειών και τη στήριξη επενδύσεων στην Έρευνα & Ανάπτυξη.

Δεύτερον, το έλλειμμα απασχολησιμότητας, την καταγεγραμμένη αναντιστοιχία ζητούμενων και προσφερόμενων δεξιοτήτων και την εργασιακή περιθωριοποίηση του λεγόμενου «πρεκαριάτου», δηλαδή, εκείνες τις ηλικιακά νεαρές ομάδες που ζουν σε καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας. Τα παραπάνω πρέπει να αποτελέσουν οδηγό για την αναβάθμιση των εργασιακών δεξιοτήτων και την ενίσχυση των πρακτικά αναποτελεσματικών ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (καθώς καλύπτουν μόλις ένα ελάχιστο ποσοστό του εργατικού δυναμικού).

Τρίτον, το έλλειμμα συνοχής και κοινωνικής προστασίας. Σήμερα η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπροστά μόνο από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, στην κατηγορία του κινδύνου της φτώχειας (ειδικά της παιδικής) και του κοινωνικού αποκλεισμού. Παράλληλα οι ανισότητες διευρύνονται ενώ η περιφερειακή οικονομική και κοινωνική συνοχή αδυνατίζει (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Αττική είναι το διπλάσιο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης). Απαιτούνται στοχευμένες δράσεις περιορισμού της φτώχειας, με ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των νέων οικογενειών (η Ελλάδα βρίσκεται στην προτελευταία θέση στον ΟΟΣΑ ως προς το ποσοστό των ανθρώπων που βλέπουν τα εισοδήματά τους να μειώνονται μετά τη γέννηση των παιδιών τους).

Τέταρτον, το θεσμικό έλλειμμα. Είναι επιτακτική ανάγκη η ανασυγκρότηση των θεσμών της οικονομίας και της πολιτείας, η βελτίωση στους δείκτες της λεγόμενης «καλής διακυβέρνησης». Παράλληλα, πρέπει να ξαναδούμε τα ζητήματα της πολύ-επίπεδης διακυβέρνησης, με ενίσχυση της περιφερειακής διακυβέρνησης, με αυξημένους πόρους και αρμοδιότητες αλλά και τη διασφάλιση της διοικητικής και διαχειριστικής τους επάρκειας, τον αποτελεσματικό συντονισμό τους με την κεντρική διοίκηση.

Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να αποτελέσουν τους βασικούς άξονες μιας ολοκληρωμένης εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Γιατί αν κάτι έλειψε στο πεδίο της ανάπτυξης στα μεταπολιτευτικά χρόνια, αυτό δεν είναι οι φιλόδοξες πολιτικές και οι ειδικές μελέτες- έλειψε η εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού σχεδίου που να δεσμεύει τους διαθέσιμους πόρους σε σαφείς προτεραιότητες και υψηλής προστιθέμενης αξίας δράσεις, χωρίς παρεκκλίσεις και εκπτώσεις. Αυτός είναι ο χαμένος κρίκος της δημόσιας χρηματοδότησης της ανάπτυξης που πρέπει να ξαναβρούμε.

Με αυτή την αναπτυξιακή στρατηγική πρέπει να εναρμονιστεί η στρατηγική για το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, ο σχεδιασμός του οποίου μόλις ξεκίνησε αλλά και πλέον ο πενταετής προγραμματισμός για το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης (ΕΠΑ) που θα ξεκινήσει την 1/1/2021, δηλαδή οι επενδύσεις που εντάσσονται στο εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Και βέβαια να ενσωματώσουμε τους πόρους που θα προέλθουν από άλλες πηγές χρηματοδότησης όπως τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ANFAs) και το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή. Η δέσμευση των δημόσιων πόρων κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δώσει την ζητούμενη αναπτυξιακή ώθηση και τότε μπορούμε βάσιμα να αισιοδοξούμε για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

Ομιλία του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Επενδύσεων και ΕΣΠΑ, κ. Δημήτρη Σκάλκου, στο 2ο Ευρωπαϊκό Forum για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στη Λάρισα.

 

Μετάβαση στο περιεχόμενο